- σχοινώδεις
- σχοινώδηςfull of rushesmasc/fem acc plσχοινώδηςfull of rushesmasc/fem nom/voc pl (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σχοινώδης — ῶδες, Α [σχοῑνος] 1. (για τόπο) πλήρης, κατάφυτος με σχοίνους («σχοινώδεις ὄχθαι», Νικ. Αλεξ.) 2. συνεστραμμένος σαν σχοινί («σχοινώδεις ῥάβδοι», Διοσκ.) … Dictionary of Greek